ἐν-αλλοίωσις

ἐν-αλλοίωσις

ἐν-αλλοίωσις, , Veränderung, Ptolem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀλλοίωσις — difference fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιώσει — ἀλλοίωσις difference fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀλλοιώσεϊ , ἀλλοίωσις difference fem dat sg (epic) ἀλλοίωσις difference fem dat sg (attic ionic) ἀλλοιόω change aor subj act 3rd sg (epic) ἀλλοιόω change fut ind mid 2nd sg ἀλλοιόω change fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιώσεις — ἀλλοίωσις difference fem nom/voc pl (attic epic) ἀλλοίωσις difference fem nom/acc pl (attic) ἀλλοιόω change aor subj act 2nd sg (epic) ἀλλοιόω change fut ind act 2nd sg ἀ̱λλοιώσεις , ἀλλοιόω change futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιώσεσι — ἀλλοίωσις difference fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιώσεσιν — ἀλλοίωσις difference fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοιώσιες — ἀλλοίωσις difference fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλοίωσιν — ἀλλοίωσις difference fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДВИЖЕНИЕ — в широком смысле всякое изменение, в узком изменение положения тела в пространстве. Д. стало универсальным принципом в философии Гераклита («все течет»). Возможность Д. отрицалась Парменидом и Зеноном из Элей. Аристотель подразделил Д. на… …   Философская энциклопедия

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • αλλοιώ — ἀλλοιῶ ( όω) (ΑΜ) βλ. αλλοιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος. ΠΑΡ. αλλοίωσις, αλλοιωτικός, αλλοιωτός αρχ. ἀλλοίωμα] …   Dictionary of Greek

  • προσαλλοίωσις — ώσεως, ἡ, Α αλλοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀλλοίωσις (< ἀλλοιῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”