ἐν-νοητικός

ἐν-νοητικός

ἐν-νοητικός, ή, όν, nachdenkend, Arist. physiogn. p. 813, 29. – Adv., Hesych. als Erkl. von ἐμφαντικῶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοητικός — intellectual masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικός — ή, ό (ΑΜ νοητικός, ή, όν) [νοητός] 1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη τής διάνοιας, η νόηση νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες») μσν. το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα …   Dictionary of Greek

  • νοητικός χάρτης — Νοητική εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου την οποία διαμορφώνει σταδιακά ένας άνθρωπος ανάλογα με την εκπαίδευσή του, τις προσωπικές του εμπειρίες και τις αντιλήψεις της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Ο όρος αυτός συνδέεται με το εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • νοητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη νόηση: Νοητική λειτουργία. 2. αυτός που μπορεί να νοεί: Ο άνθρωπος είναι ζώο νοητικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοητικά — νοητικός intellectual neut nom/voc/acc pl νοητικά̱ , νοητικός intellectual fem nom/voc/acc dual νοητικά̱ , νοητικός intellectual fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικῶν — νοητικός intellectual fem gen pl νοητικός intellectual masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικόν — νοητικός intellectual masc acc sg νοητικός intellectual neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικαῖς — νοητικός intellectual fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικαί — νοητικός intellectual fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικοῖς — νοητικός intellectual masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοητικοί — νοητικός intellectual masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”