- ἐδητύς
ἐδητύς, ύος, ἡ, Speise, Essen, Od. 4, 788 u. öfter, neben πόσις; übh. Nahrung, 6, 250.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐδητύς, ύος, ἡ, Speise, Essen, Od. 4, 788 u. öfter, neben πόσις; übh. Nahrung, 6, 250.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εδητύς — ἐδητύς, η (Α) φαγητὸ. [ΕΤΥΜΟΛ. < έδω*. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του η στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς,… … Dictionary of Greek
ἐδητύς — ἐδητύ̱ς , ἐδητύς meat fem acc pl ἐδητύς meat fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδητύν — ἐδητύς meat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐδητύος — ἐδητύς meat fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» … Dictionary of Greek
δαιτύς — ( ύος), η (Α) η δαίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίομαι (βλ. δαίω II), με το ιωνικό επίθημα τυς (πρβλ. εδητύς)] … Dictionary of Greek
ἐδητύι — ἐδητύϊ , ἐδητύς meat fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ed- (*heĝh-) — ed (*heĝh ) English meaning: to eat, *tooth Note: From an older root (*heĝh ) derived Root ed (*heĝh ): “to eat, *tooth” and Root ĝembh , ĝm̥bh : “to bite; tooth” Deutsche Übersetzung: “essen” Note: originally athematic,… … Proto-Indo-European etymological dictionary