ἐξ-αθροίζομαι

ἐξ-αθροίζομαι

ἐξ-αθροίζομαι, med., heraussuchen u. versammeln, Eur. Phoen. 1169.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αθροίζομαι — αθροίζομαι, αθροίστηκα, αθροισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαθροίζομαι — ἐξαθροίζομαι (Α) [αθροίζομαι] συγκεντρώνω και ανασυντάσσω τους στρατιώτες που έφυγαν από τη μάχη …   Dictionary of Greek

  • ηθροισμένως — ἠθροισμένως (Α) επίρρ. (Υλώσσ. τού Ησύχ. για τη λ. αγεληδόν) κατ αγέλας, κοπαδιαστά, ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηθροισμένος τού ρ. αθροίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • προσυνάγω — Α (συν. το παθ.) προσυνάγομαι αθροίζομαι προηγουμένως («ὁ προσυναχθεὶς ἀριθμός», Βέττ. Βαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνάγω «συναθροίζω, συγκεντρώνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”