- ἐν-δίημι
ἐν-δίημι, darauf loshetzen, anhetzen, κύνας Iliad. 18, 584, vgl. s. v. v. δίημι u. δίω, u. s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δίημι, darauf loshetzen, anhetzen, κύνας Iliad. 18, 584, vgl. s. v. v. δίημι u. δίω, u. s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 315.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίημι — (Α) [ίημι] 1. διαπερνώ 2. επιτρέπω τη διέλευση 3. διαλύω, απολύω 4. παθ. (για φυλακισμένους, αιχμαλώτους) απολύομαι, ελευθερώνομαι 5. μαλακώνω κάτι διαβρέχοντάς το 6. (για δόντια) ξεσφίγγω 7. φρ. «διίημί τι τοῡ στόματος» ξεστομίζω, αναφέρω … Dictionary of Greek
δίημι — δίεμαι speed pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαίσιον — ή διέσιον, το (AM) διάλυση γάμου ή αρραβώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διέσιον < δίεσις < δίημι* (πρβλ. και λατ. repudium)] … Dictionary of Greek