- ἐν-ναέτειρα
ἐν-ναέτειρα, ἡ, die Einwohnerinn, νάπης – ἠχώ Archi. 27 (Plan. 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ναέτειρα, ἡ, die Einwohnerinn, νάπης – ἠχώ Archi. 27 (Plan. 94).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νάερρα — και νάειρα και να(έ)τειρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «δέσποινα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. αιολ. τ., όπως μαρτυρεί η κατάλ. ερα, αντίστοιχη τής ειρα. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου ναίτειρα οικοδέσποινα, για την οποία προτείνεται η διόρθωση … Dictionary of Greek