- ἐν-αμάομαι
ἐν-αμάομαι, daraufhäufen, Schol. Soph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αμάομαι, daraufhäufen, Schol. Soph.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμώ — (I) ἀμῶ ( άω) (Α) 1. (για τα γεννήματα) θερίζω, δρέπω, κόβω 2. (ενεργητικό και μέσο) κόβω 3. αποκομίζω, κερδίζω, απολαύω 4. κατασφάζω σε μάχη, «θερίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *∂2em (πρβλ. αρχ. γερμ. māen, αγγλοσαξ. māwan). Στον Όμηρο απαντούν… … Dictionary of Greek
επαμώμαι — ἐπαμῶμαι άομαι (AM) 1. επισωρεύω κάτι για τον εαυτό μου μαζεύοντας από το έδαφος «εὐνὴν ἐπαμήσατο χερσί» επισώρευσε με τα χέρια και σχημάτισε στρώμα [από φύλλα]) Ομ. Οδ. 2. το ενεργ. ἐπαμῶ με την ίδια σημασία μσν. 1. συγκαλώ, συναθροίζω,… … Dictionary of Greek
sem-1 — sem 1 English meaning: to pour Deutsche Übersetzung: ‘schöpfen, gießen” Material: Gk. ἀμάομαι ‘sammle”, ἄμη f. “ bucket; pail “ (out of it Lat. ama “Feuereimer”, from which M.H.G. ame, ome, Ger. Ohm “Flũssigkeitsmaß”), ἀμίς f.… … Proto-Indo-European etymological dictionary