- ἐν-δημία
ἐν-δημία, ἡ, Anwesenheit, Inscr. 1331 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δημία, ἡ, Anwesenheit, Inscr. 1331 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δημία — δημίᾱ , δήμιος belonging to the people fem nom/voc/acc dual δημίᾱ , δήμιος belonging to the people fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δήμια — δήμιος belonging to the people neut nom/voc/acc pl δήμιος belonging to the people neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημίας — δημίᾱς , δήμιος belonging to the people fem acc pl δημίᾱς , δήμιος belonging to the people fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημίαν — δημίᾱν , δήμιος belonging to the people fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДЕМИУРГ — ДЕМИУРГ (δημιουργός, от δήμια ἔργα народные, общественные дела), в древнегреческой философии (преимущественно в платонизме) божественный создатель чувственно воспринимаемого космоса, в христианском богословии один из эпитетов Бога Творца.… … Античная философия
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
επιδήμια — ἐπιδήμια, τὰ (AM) ευχαριστήρια τελετή κατά την άφιξη ή την επιστροφή σε έναν τόπο, προς τιμή τών Ενοδίων θεών που προστάτευσαν τον ταξιδιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δήμια (< δήμος)] … Dictionary of Greek
ДЕМИУРГ — Сотворение мира. Мозаика собора Сан Марко в Венеции. После 1200 г. Сотворение мира. Мозаика собора Сан Марко в Венеции. После 1200 г. [греч. δημιουρϒός от δήμια ἔρϒα народные, общественные дела], в древнегреч. философии (преимущественно в… … Православная энциклопедия