- ἐν-δοιαστικός
ἐν-δοιαστικός, ή, όν, zum Zweifeln geneigt, Sp.; ἐνδοιαστικῶς ὑβρίσαι, dem ἀποφαντικῶς entggstzt, Eust. 1230, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δοιαστικός, ή, όν, zum Zweifeln geneigt, Sp.; ἐνδοιαστικῶς ὑβρίσαι, dem ἀποφαντικῶς entggstzt, Eust. 1230, 59.
http://www.zeno.org/Pape-1880.