- ἐν-δοξότης
ἐν-δοξότης, ητος, ἡ, Berühmtheit, Schol. Il. 8, 441.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δοξότης, ητος, ἡ, Berühmtheit, Schol. Il. 8, 441.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δοξότης — ο (Μ δοξότης) ο τοξότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τοξότης με τροπή τού τ σε δ (βλ. λ. δοξάτορας)] … Dictionary of Greek