- ἐν-ανθρώπησις
ἐν-ανθρώπησις, ἡ, die Menschwerdung, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ανθρώπησις, ἡ, die Menschwerdung, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανθρώπησις — ἀνθρώπησις ( εως), η (AM) η ενανθρώπησις* … Dictionary of Greek
καταδιανθρώπησις — καταδιανθρώπησις, ἡ (Α) η διαμόρφωση ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δι ανθρώπησις, κατά το ἐν ανθρώπησις (< ἐν ανθρωπῶ)] … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ՄԱՐԴԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0223 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 13c գ. ἁνθρώπησις, ἑνανθρώπησις, ἑνανθρωπότης incarnatio, assumtio humanae naturae. Մարդ եղանիլն, մարդանալն որդւոյն աստուծոյ. ներմարդութիւն. մարմնաւորութիւն, անհաս տնօրէնութիւն կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)