- ἐν-δαίνυμαι
ἐν-δαίνυμαι (s. δαίνυμαι), verspeisen, ἰχϑῠς Ath. VII, 277 a, im praes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δαίνυμαι (s. δαίνυμαι), verspeisen, ἰχϑῠς Ath. VII, 277 a, im praes.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαίνυμαι — δαίνυμι give a banquet pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίνυμι — και δαινύω (Α) Ι. 1. προσφέρω γεύμα ή συμπόσιο (φρ., «δαίνυμι γάμον ή τάφον» προσφέρω συμπόσιο γαμήλιο ἤ επιτάφιο 2. φιλεύω κάποιον με κάτι («τὸν... Αστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε») II. δαίνυμαι 1. συμποσιάζω, ξεφαντώνω 2. τρώγω κάτι, εξαντλώ κάτι … Dictionary of Greek
καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… … Dictionary of Greek
καταδαίνυμαι — (Α) καταβροχθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταδαίνυμαι — (Α) 1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.) 2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δαίνυμαι… … Dictionary of Greek
παραδαίνυμαι — ΜΑ τρώγω μαζί με κάποιον, συντρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δαίνυμαι «τρώγω»] … Dictionary of Greek
k̂ad-2 — k̂ad 2 English meaning: to shine, to flaunt Deutsche Übersetzung: “glänzen, prangen, sich auszeichnen” Material: O.Ind. perf. süsaduḥ, participle süsadüna ‘sich auszeichnen, hervorragen”; Gk. perf. κέκασμαι, Plusqpf. ἐκεκάσμην … Proto-Indo-European etymological dictionary