- πεντ-ηρικός
πεντ-ηρικός, ή, όν, = Vorigem; πλοῖον, σκάφος, Pol. 1, 59, 8. 3, 41, 2 u. öfter; D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντ-ηρικός, ή, όν, = Vorigem; πλοῖον, σκάφος, Pol. 1, 59, 8. 3, 41, 2 u. öfter; D. Sic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.