ἐξ-αμβλώσκω, = ἐξαμβλόω 2), Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξαμβλώσκω — ἐξαμβλώσκω (AM) Α και ἐξαμβλώττω) [αμβλώσκω] προκαλώ εξάμβλωση … Dictionary of Greek