πεντα-έτης

πεντα-έτης

πεντα-έτης, , der Fünfjährige.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιπεντηκονταετής — και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, ες, Α αυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής / πεντα έτης] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκονταετής — ές / πεντηκονταετής, ές και αττ. τ. πεντηκονταέτης, ες, θηλ. και πεντηκονταέτις, ιδος, ΝΑ 1. αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης 2. αυτός που διαρκεί πενήντα χρόνια ή αυτός που θεωρείται ότι θα διαρκέσει πενήντα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • τετραετής — ές και τετραέτης, τετράετες, ΝΜΑ, και θηλ. τετραέτις Ν αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων ετών («τετραετές νήπιο») νεοελλ. (μόνο στον τ. τετραετής, ές) αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια («τετραετής φοίτηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ετής / έτης… …   Dictionary of Greek

  • τρισχιλιετής — ές / τρισχιλιέτης, ις, ίετες, ΝΑ αυτός που καλύπτει χρονικό διάστημα τριών χιλιάδων ετών («η τρισχιλιετής ιστορία τού νησιού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + ετής / έτης (< ἔτος), πεντα ετής / έτης] …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιεικοσιέτης — ες, Α αυτός που έχει ηλικία είκοσι πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιείκοσι + έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα έτης] …   Dictionary of Greek

  • τοσαετής — ές, Μ αυτός που διαρκεί τόσα έτη («τὸν τοσαετῆ πόλεμον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + ετής (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] …   Dictionary of Greek

  • πενταετής — ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών 2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει… …   Dictionary of Greek

  • πενταδεκαέτης — ὁ, Μ πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δέκα + έτης (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”