- ἐν-δείματος
ἐν-δείματος, in Furcht, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δείματος, in Furcht, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δείματος — δεί̱ματος , δεῖμα fear neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… … Dictionary of Greek
πολυδείματος — ον, Α αυτός που προξενεί, που εμπνέει πολύ φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δεῖμα, ατος (πρβλ. εν δείματος)] … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek