- ἐννακοσιοστός
ἐννακοσιοστός, besser ἐνακ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννακοσιοστός, besser ἐνακ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εννακοσιοστός — ἐννακοσιοοτός, ή, όν (AM) ενακοσιοστός* … Dictionary of Greek
ενακοσιοστός — και εννακοσιοστός, ή, ό (AM ἐνακοσιοστός και ἐννεακοσιοστός, ή, όν) (τακτ. αριθμ.) αυτός που κατέχει στη σειρά τον αριθμό 900 … Dictionary of Greek