ἐν-δια-τάσσω

ἐν-δια-τάσσω

ἐν-δια-τάσσω, darin auseinanderstellen u. ordnen, στρατόν Her. 7, 59.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διατάζω — (AM διατάσσω και διατάττω) 1. τακτοποιώ, διευθετώ 2. δίνω εντολή, προστάζω («καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῡς διατάσσων τοῑς δώδεκα μαθηταῑς αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. διατάξτε απάντηση που δείχνει προθυμία για υπακοή 2. νουθετώ, συμβουλεύω («γιατ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”