ἐν-δαψιλεύομαι

ἐν-δαψιλεύομαι

ἐν-δαψιλεύομαι, freigebig sein, reichlich spenden, bei Etwas, Hel. 8, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐνδεδαψιλεῦσθαι — ἐν δαψιλεύομαι abound perf inf mp ἐν δαψιλεύομαι abound perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαψιλεύω — (AM δαψιλεύομαι) παρέχω, χορηγώ άφθονα αρχ. μσν. παθ. σπαταλιέμαι αρχ. 1. έχω πληθώρα ή αφθονία («ἀγέλαις ἐλεφάντων ἡ Λιβύη δαψιλεύεται») 2. αδημονώ, είμαι ανήσυχος για κάποιον («ἐδαψιλεύσατο δι ὑμᾱς). [ΕΤΥΜΟΛ. < δαψιλής ή δαψιλός] …   Dictionary of Greek

  • προσδαψιλεύομαι — Α δαπανώ με αφθονία κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δαψιλεύομαι «έχω αφθονία, σπαταλώ, παρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • καταδαψιλευόμενος — κατά δαψιλεύομαι abound pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεδαψιλεύετο — ἐν δαψιλεύομαι abound imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνεδαψιλεύσατο — ἐν δαψιλεύομαι abound aor ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”