ἐν-ανα-στρέφομαι

ἐν-ανα-στρέφομαι

ἐν-ανα-στρέφομαι, τινί, worin verkehren, sich damit beschäftigen, Aristox. Stob. fl. 43, 49.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αναστρέφω — (AM ἀναστρέφω) ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. στρέφω, γυρίζω πίσω νεοελλ. μσν. (μέσ., ομαι) συναναστρέφομαι μσν. αναβάλλω αρχ. 1. ανασκάπτω, οργώνω 2. (μέσ. και παθ.) α) περιφέρομαι, τριγυρνώ β) συμπεριφέρομαι, διάγω γ) διαμένω, βρίσκομαι δ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”