- πεντα-δεκα-έτης
πεντα-δεκα-έτης, ὁ, der Fünfzehnjährige, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα-δεκα-έτης, ὁ, der Fünfzehnjährige, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πενταδεκαέτης — ὁ, Μ πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δέκα + έτης (< ἔτος)] … Dictionary of Greek
τοσαετής — ές, Μ αυτός που διαρκεί τόσα έτη («τὸν τοσαετῆ πόλεμον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος + ετής (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής. Η μορφή τού α συνθετικού είναι αναλογική προς τα δεκα , επτα ] … Dictionary of Greek