- ἐξ-ανα-πτύσσω
ἐξ-ανα-πτύσσω, entwickeln, erklären, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ανα-πτύσσω, entwickeln, erklären, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek