ἐξ-αγώνιος

ἐξ-αγώνιος

ἐξ-αγώνιος, nicht zum Kampf, nicht zur Sache gehörig, Aesch. in B. A. 260; Luc. ἢν μὴ ἐξαγώνια μηδὲ πόῤῥω τοῦ σκοποῠ τὰ λεγόμενα ᾖ, gymn. 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ἀγώνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνιος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγώνιος — (I) ἀγώνιος, ον (Α) [ἀγών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα 2. ως επίθ. θεών που προστατεύουν τους αγωνιζόμενους ή όσους βρίσκονται σε κίνδυνο 3. φρ. «ἀγώνιοι θεοί», θεοί σε συνάθροιση, σε συγκέντρωση ή οι θεοί που προέδρευαν στα μεγάλα… …   Dictionary of Greek

  • ἀγωνίως — ἀγώνιος of adverbial ἀγώνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώνιον — ἀγώνιος of masc/fem acc sg ἀγώνιος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνιώτερος — ἀγώνιος of masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίοις — Ἀγώνιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίοις — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίοισι — Ἀγώνιος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωνίοισι — ἀγώνιος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγωνίου — Ἀγώνιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”