- ἐννεάκις
ἐννεάκις, Sp. = ἐνάκις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννεάκις, Sp. = ἐνάκις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννεάκις — nine times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννεάκις — (AM ἐννεάκις, Α και ἐνάκις) [εννέα] επίρρ. εννέα φορές … Dictionary of Greek
εννάκι(ς) — ἐννάκι(ς) και ἐνάκις (Α) εννεάκις* εννέα φορές («ἐννάκι δ ἐννέα Μοῡσαι», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek