- ἐννεά-φθογγος
ἐννεά-φθογγος, neuntönig, -stimmig, Μουσῶν μέλος p. bei Stob. fl. 97, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννεά-φθογγος, neuntönig, -stimmig, Μουσῶν μέλος p. bei Stob. fl. 97, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ένατος — η, ο (AM ἔνατος, άτη, ατον Α και επιτ. τ. εἴνατος, η, ον και αιολ. τ. ἔνοτος, η, ον) αυτός που στη σειρά κατέχει τον αριθμό εννέα («εἴνατος ἐνιαυτός», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ένατο καθένα από τα εννέα ίσα μέρη ενός συνόλου 2. (το… … Dictionary of Greek