- ἐννεά-πηχυς
ἐννεά-πηχυς, neun Ellen lang, Il. 24, 270; Hatro Ath. IV, 135 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννεά-πηχυς, neun Ellen lang, Il. 24, 270; Hatro Ath. IV, 135 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek