πεντα-κέφαλος

πεντα-κέφαλος

πεντα-κέφαλος, fünfköpfig (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντακέφαλος — ον, Α αυτός που έχει πέντε κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. δι κέφαλος] …   Dictionary of Greek

  • τρικέφαλος — η, ο / τρικέφαλος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τρία κεφάλια νεοελλ. φρ. «τρικέφαλος μυς» (ανατ. φυσιολ.) ονομασία δύο μυών τού ανθρώπινου σώματος, τού τρικέφαλου βραχιονίου και τού τρικέφαλου κνημιαίου, οφειλόμενη στην τριπλή έκφυσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”