- προς-συρίζω
προς-συρίζω, v. l. von προσυρίζω, Pol. 8, 27, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-συρίζω, v. l. von προσυρίζω, Pol. 8, 27, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυσιώ — (I) άω, Α [φῡσα] 1. αναπνέω έντονα και με δυσκολία, ασθμαίνω 2. συρίζω («φυσιόωσα ἔχις», Οππ.) 3. μτφ. αλαζονεύομαι, επαίρομαι. (II) όω, Α [φύσις] κάνω κάποιον να αντιμετωπίζει κάτι με φυσικό τρόπο («διὰ τῆς φαντασίας συνεθισμὸς φυσιοῖ πως ἡμᾶς… … Dictionary of Greek
κλάζω — (Α) 1. βγάζω οξύ και διαπεραστικό ήχο 2. (για πτηνά) κρώζω («αἰετός... δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Όδυσῆα ἴδον κύνες... οἱ μὲν κεκλήγοτες ἐπέδραμον», Ομ. Οδ.) 4. (για άψυχα) αντηχώ, συρίζω, βουίζω (α.… … Dictionary of Greek
περισυρίττω — Μ σφυρίζω ολόγυρα, προς όλες τις κατευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συρίττω, αττ. τ. τού συρίζω «παίζω τη σύριγγα, σφυρίζω»] … Dictionary of Greek