- ἐξ-ακολούθησις
ἐξ-ακολούθησις, ἡ, das Folgen, Nachspähen, Sp., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ακολούθησις, ἡ, das Folgen, Nachspähen, Sp., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀκολούθησις — following fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσει — ἀκολούθησις following fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀκολουθήσεϊ , ἀκολούθησις following fem dat sg (epic) ἀκολούθησις following fem dat sg (attic ionic) ἀκολουθέω follow aor subj act 3rd sg (epic) ἀκολουθέω follow fut ind mid 2nd sg ἀκολουθέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσεις — ἀκολούθησις following fem nom/voc pl (attic epic) ἀκολούθησις following fem nom/acc pl (attic) ἀκολουθέω follow aor subj act 2nd sg (epic) ἀκολουθέω follow fut ind act 2nd sg ἀ̱κολουθήσεις , ἀκολουθέω follow futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσεσι — ἀκολούθησις following fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσεσιν — ἀκολούθησις following fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήση — ἀκολούθησις following fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσηι — ἀκολούθησις following fem dat sg (epic) ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow aor subj mid 2nd sg ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow aor subj act 3rd sg ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow fut ind mid 2nd sg ἀ̱κολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow futperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσης — ἀκολούθησις following fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολούθησιν — ἀκολούθησις following fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
ακολούθηση — η (Α ἀκολούθησις) [ἀκολουθῶ] 1. εξακολούθηση, συνέχεια 2. επακολούθημα, συμπέρασμα αρχ. υπακοή, συμμόρφωση … Dictionary of Greek