ἐξ-αγορευτής

ἐξ-αγορευτής

ἐξ-αγορευτής, , der Ausplauderer, Verräther, Ptol.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγορευτής — ἀγορευτής, ο (Α) [ἀγορεύω] ο ομιλητής, ο ρήτορας …   Dictionary of Greek

  • ἀγορευταί — ἀγορευτής speaker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορεύω — (Α ἀγορεύω) εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση, δημηγορώ νεοελλ. (ειρωνικά) μιλώ σαν ρήτορας, ρητορεύω αρχ. 1. λέω, μιλώ, αναφέρω 2. αναγγέλλω, διακηρύσσω 3. συμβουλεύω, παρακινώ 4. ορίζω 5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω 6. φρ. «κακῶς ἀγορεύω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”