ἐξ-ακανθίζω

ἐξ-ακανθίζω

ἐξ-ακανθίζω, entdornen. Dornen ausreißen, Theophr.; bei Cic. Att. 6, 6 = ausgrübeln.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακανθίζω — ἀκανθίζω (Α) [ἄκανθα] μαζεύω αγκάθια …   Dictionary of Greek

  • άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …   Dictionary of Greek

  • παρακανθίζω — Α (για φυτά) έχω αγκάθια στα πλάγια, είμαι ακανθώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀκανθίζω (< ἄκανθα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”