- πεντακοσιοστός
πεντακοσιοστός, der fünfhundertste, Plut. u. A.; – ἡ πεντακοσιοστὴ τῶν ἐμῶν, eine Abgabe, der fünfhundertste Theil des Vermögens, Ar. Eccl. 1007.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντακοσιοστός, der fünfhundertste, Plut. u. A.; – ἡ πεντακοσιοστὴ τῶν ἐμῶν, eine Abgabe, der fünfhundertste Theil des Vermögens, Ar. Eccl. 1007.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντακοσιοστός — five hundredth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιοστός — ή, ό / πεντακοσιοστός, ή, όν, ΝΑ (τακτ. αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει ή φέρει τον αριθμό 500 νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεντακοσιοστό το ένα από τα πεντακόσια ίσα μέρη στα οποία έχει διαιρεθεί κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντακόσιοι… … Dictionary of Greek
πεντακοσιοστός — ή, ό 1. αυτός που φέρνει στη σειρά τον αριθμό 500: Στον πίνακα των υποψηφίων για διορισμό είμαι πεντακοσιοστός. 2. το ουδ. ως ουσ., πεντακοσιοστό, το το ένα μέρος από τα 500 στα οποία χωρίστηκε ένα πράγμα, ή πράγμα πεντακόσιες φορές μικρότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντακοσιοστόν — πεντακοσιοστός five hundredth masc acc sg πεντακοσιοστός five hundredth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιοστοῦ — πεντακοσιοστός five hundredth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιοστήν — πεντακοσιοστός five hundredth fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντακοσιοστῷ — πεντακοσιοστός five hundredth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Griechische Zahlwörter — Griechische Zahlwörter, die zumeist über das Lateinische aus dem Altgriechischen vermittelt wurden, sind wie Präpositionen Wortbestandteil vieler deutscher und internationaler Fach und Lehnwörter. Zur Zahlenschreibung der antiken Griechen siehe… … Deutsch Wikipedia
πεντακοσιοστῶι — πεντακοσιοστῷ , πεντακοσιοστός five hundredth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)