- ἐν-αγκάλισμα
ἐν-αγκάλισμα, τό, das Umarmte, die Geliebte, Lycophr. 308, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αγκάλισμα, τό, das Umarmte, die Geliebte, Lycophr. 308, v. l.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκάλισμα — ἀγκάλισμα, το (Α) [ἀγκαλίζομαι] 1. αυτό που αγκαλιάζει κανείς, που σφίγγει στην αγκαλιά του 2. εναγκαλισμός, αγκάλιασμα … Dictionary of Greek
ἀγκάλισμα — that which is embraced neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκαλίσμασιν — ἀγκάλισμα that which is embraced neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)