- ἐν-αγελάζομαι
ἐν-αγελάζομαι, darin versammeln, Epict. Stob. fl. 5, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αγελάζομαι, darin versammeln, Epict. Stob. fl. 5, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγελάζομαι — ἀγελάζομαι (Α) ζω κατά αγέλες, κοπαδιαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγέλη. ΠΑΡ. ἀγέλασμα, ἀγελαστικός] … Dictionary of Greek
ἀγελαζομένων — ἀγελάζομαι to be gregarious pres part mp fem gen pl ἀγελάζομαι to be gregarious pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελαζόμενοι — ἀγελάζομαι to be gregarious pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελάζει — ἀγελάζομαι to be gregarious pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελάζεσθαι — ἀγελάζομαι to be gregarious pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελάζεται — ἀγελάζομαι to be gregarious pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελάζονται — ἀγελάζομαι to be gregarious pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελώμεναι — ἀγελάζομαι to be gregarious fut part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγελαζομένας — ἀγελαζομένᾱς , ἀγελάζομαι to be gregarious pres part mp fem acc pl ἀγελαζομένᾱς , ἀγελάζομαι to be gregarious pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέλασμα — ἀγέλασμα, το (Α) [ἀγελάζομαι] σωρός, πλήθος … Dictionary of Greek
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek