- ἐν-αγκυλίζω
ἐν-αγκυλίζω, dasselbe, Pol. 27, 9; nach Hesych. ἐνεῖραι τοὺς δακτύλους ταῖς ἀγκύλαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αγκυλίζω, dasselbe, Pol. 27, 9; nach Hesych. ἐνεῖραι τοὺς δακτύλους ταῖς ἀγκύλαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αγκυλίζω — [αγκύλι] 1. (για έντομα) αγκυλώνω, κεντρίζω, τσιμπάω 2. μπήζω το μαχαίρι, τραυματίζω 3. ενοχλώ, πειράζω … Dictionary of Greek
αγκυλιστής — ἀγκυλιστής, ο (Α) [ἀγκυλίζω] ακοντιστής … Dictionary of Greek