- ἐξ-ακεστήριος
ἐξ-ακεστήριος, heilend, sühnend; ϑυσία, Sühnopfer, D. Hal. 5, 54; ϑεοί 10, 2. S. das Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐξ-ακεστήριος, heilend, sühnend; ϑυσία, Sühnopfer, D. Hal. 5, 54; ϑεοί 10, 2. S. das Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακεστήριος — ἀκεστήριος, ον (Α) [ἀκεστήρ] αυτός που γιατρεύει, θεραπευτικός … Dictionary of Greek
ἀκεστήριον — tailor s shop neut nom/voc/acc sg ἀκεστήριος medicinal masc/fem acc sg ἀκεστήριος medicinal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεστήρ — ἀκεστὴρ ( ῆρος), ο (Α) 1. θεραπευτής, γιατρός 2. αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει «ἀκεστήρα χαλινὸν» (Σοφ. Οιδ. Κολ. 714). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστήριον, ἀκεστήριος, ἀκεστρίς] … Dictionary of Greek