- ἐννεα-πλάσιος
ἐννεα-πλάσιος, neunfach, Ibyc. bei Ath. II, 39 b, wofür Eust. citirt ἐννεα-πλασίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐννεα-πλάσιος, neunfach, Ibyc. bei Ath. II, 39 b, wofür Eust. citirt ἐννεα-πλασίων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξηκονταπλάσιος — α, ο εξήντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + πλάσιος πρβλ. εννεα πλάσιος, πολλα πλάσιος] … Dictionary of Greek
εννεαπλάσιος — α, ο (AM ἐννεαπλάσιος, α, ον) ο εννέα φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + πλάσιος. Για το β συνθετικό βλ. λ. διπλάσιος] … Dictionary of Greek
τριακονταεννεαπλασίων — άσιον, Α ο τριάντα εννέα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταεννέα + πλασίων (< πλάσιος + επίθημα ίων), πρβλ. πεντα πλασίων] … Dictionary of Greek