ἐξ-ακόντισμα

ἐξ-ακόντισμα

ἐξ-ακόντισμα, τό, das Heraus-, Fortgeschleuderte, Schol. Od. 22, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀκόντισμα — distance thrown with javelin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόντισμα — το (Α ἀκόντισμα) [ἀκοντίζω] νεοελλ. 1. το ρίξιμο τού ακοντίου 2. το ακόντιο ως αγώνισμα αρχ. 1. η απόσταση που διανύει το ριπτόμενο ακόντιο 2. το ίδιο το ακόντιο 3. στον πληθ. τὰ ἀκοντίσματα οι ακοντιστές …   Dictionary of Greek

  • ακόντισμα — το, ατος το κονταροχτύπημα: Το ακόντισμα προϋποθέτει άσκηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοντισμάτων — ἀκόντισμα distance thrown with javelin neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίσμασι — ἀκόντισμα distance thrown with javelin neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίσμασιν — ἀκόντισμα distance thrown with javelin neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίσματα — ἀκόντισμα distance thrown with javelin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίσματι — ἀκόντισμα distance thrown with javelin neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοντίσματος — ἀκόντισμα distance thrown with javelin neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόντιο — Όπλο και αθλητικό όργανο ρίψης, το οποίο αποτελείται από ένα κοντάρι με μεταλλική αιχμή. Στην αρχαία Ελλάδα το χρησιμοποιούσαν και με τις δύο του αυτές ιδιότητες. Ως όπλο ήταν μικρό δόρυ που το χρησιμοποιούσαν σε συγκρούσεις από μικρή απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”