ἐξ-αγωγή

ἐξ-αγωγή

ἐξ-αγωγή, , das Heraus-, Wegführen, z. B. eines Schiffes aus der See, Her. 4, 179; der Soldaten, Xen. Hipparch. 4, 9; Pol. 5, 24, 4 u. öfter; bes. Wegführen aus dem Lande, πωλεῠσι τὰ τέκνα ἐπ' ἐξαγωγῇ Her. 5, 6; übh. von Waaren, die ins Ausland verführt werden, vgl. Dem. 24, 203 τὴν ἀδελφὴν ἐπ' ἐξαγωγῇ φήσει μὲν ἐκδοῠναι, πέπρακε δὲ τῷ ἔργῳ, von Einem, der seine Schwester an einen Ausländer und Feind des Staates verheirathet hatte; ἐξαγωγὴν δοῠναι, Erlaubniß zur Ausfuhr geben, Isocr. 17, 57; ἐξαγωγὴν λαβεῖν, von einer solchen Erlaubniß Gebrauch machen, Dem. 34, 36; πολλὴν ἐξαγωγὴν παρέχεσϑαι Plat. Legg. IV, 705 b; Sp.; σίτου Pol. 28, 2, 2; σύκων Plut. Sol. 24. Bei Dem. 44, 34 vom Vertreiben aus der angetretenen Erbschaft. – Bei Plut. de sanit. tuend. p. 401 αἱ κατὰ φύσιν ἐξαγωγαί = Ausleerungen. – Auch intr., das Ausgehen, bes. aus dem Leben, der Tod, Plut. stoic. rep. 18 u. a. Sp.; übh. der Ausgang, τῶν παρόντων κακῶν, τῶν πραγμάτων, Pol. 2, 39, 4. 4, 51, 9; ἐξαγωγὴν ποιεῖσϑαι περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, die Streitigkeiten beilegen, 9, 33, 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀγωγή — carrying away fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — η 1. τρόπος εκπαίδευσης των ανηλίκων: Η σύγχρονη αγωγή των νέων είναι πολύ διαφορετική από την πριν λίγες δεκαετηρίδες. 2. μέθοδος επιστημονική για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Θεραπευτική αγωγή, σωματική αγωγή κτλ. 3. έγγραφη προσφυγή στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγωγῇ — ἀγωγῆι , ἀγωγεύς haulier masc dat sg (epic ionic) ἀγωγή carrying away fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγῆ — ἀγωγεύς haulier masc nom/voc/acc dual ἀγωγεύς haulier masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …   Dictionary of Greek

  • Παυλιανή αγωγή — (Νομ.). Στα χρόνια του πραίτωρα Αιμιλίου Παύλου, το 563, και κατ’ άλλους στα χρόνια του Παύλου Βιργίνιου, το 560, παραχωρήθηκε στους δανειστές το δικαίωμα να προσβάλουν τις πράξεις του οφειλέτη τους, αν αυτός, με δόλια μέσα, μειώνει την περιουσία …   Dictionary of Greek

  • ἀγωγαῖς — ἀγωγή carrying away fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγαί — ἀγωγή carrying away fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγήν — ἀγωγή carrying away fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγωγῶν — ἀγωγή carrying away fem gen pl ἀγωγός leading masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”