- πεντα-κόλουρος
πεντα-κόλουρος, πυραμίς, ἡ, fünffach abgestumpft, Nicom. arithm. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα-κόλουρος, πυραμίς, ἡ, fünffach abgestumpft, Nicom. arithm. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντακόλουρος — ον, Α αυτός που κολοβώθηκε πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κόλουρος (πρβλ. δι κόλουρος)] … Dictionary of Greek
τρικόλουρος — ον, Α (για πυραμίδα) ο τρεις φορές κολοβωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόλουρος «κολοβός» (πρβλ. πεντα κόλουρος)] … Dictionary of Greek