- ἐδεσματο-θήκη
ἐδεσματο-θήκη, ἡ, Speisekammer, Poll. 10, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐδεσματο-θήκη, ἡ, Speisekammer, Poll. 10, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσωματοθήκη — ἡ, Α έπιπλο για τη φύλαξη χρυσωμάτων, χρυσών σκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρύσωμα, ατος + θήκη (πρβλ. ἐδεσματο θήκη)] … Dictionary of Greek