ἐδεστός

ἐδεστός

ἐδεστός, gegessen, angefressen, Soph. Ant. 208; verzehrt, Tr. 674; eßbar, Arist. pol. 7, 2, 9; τὰ ἐδεστά, Eßwaaren, Plat. Tim. 72 e u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εδεστός — ἐδεστός, ή, όν (Α) [έδω] 1. φαγώσιμος, εδώδιμος 2. καταφαγωμένος, καταναλωμένος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδεστόν φαγητό, φαγώσιμο, έδεσμα …   Dictionary of Greek

  • ἐδεστός — eatable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδεστόν — ἐδεστός eatable masc acc sg ἐδεστός eatable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδεστοῖς — ἐδεστός eatable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδεστή — ἐδεστός eatable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδεστά — ἐδεστά̱ , ἐδεστής eater masc nom/voc/acc dual ἐδεστής eater masc voc sg ἐδεστής eater masc nom sg (epic) ἐδεστός eatable neut nom/voc/acc pl ἐδεστά̱ , ἐδεστός eatable fem nom/voc/acc dual ἐδεστά̱ , ἐδεστός eatable fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδεστῶν — ἐδεστής eater masc gen pl ἐδεστός eatable fem gen pl ἐδεστός eatable masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθριπήδεστος — ἀθριπήδεστος, ον (Α) ο μη σκωληκόβρωτος, αυτός που δεν έχει φαγωθεί από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θριπ , θ. του θρίψ θριπός, ο (= σκουλήκι που τρώει το ξύλο, το σαράκι) + ἐδεστός, ρημ. επίθ. του ρ. ἔδω «τρώω», με έκταση του ε σε η (… …   Dictionary of Greek

  • θριπήδεστος — θριπήδεστος, ον (Α) 1. σκουληκοφαγωμένος φρ. «σφραγίδια θριπήδεστα» τα πρώτα σκουληκοφαγωμένα ξύλα, που χρησίμευαν ως σφραγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριψ, ιπός + ήδεστος < εδεστός (< έδω «τρώω»), με έκταση τής αρχικής συλλαβής λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ἐδεσταί — ἐδεστής eater masc nom/voc pl ἐδεστός eatable fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐδεστοῦ — ἐδεστής eater masc gen sg ἐδεστός eatable masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”