ἐξ-ακρίζω

ἐξ-ακρίζω

ἐξ-ακρίζω, einen Gipfel erklimmen, αἰϑέρα πτεροῖς Eur. Or. 275.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακρίζω — (Α ἀκρίζω) νεοελλ. 1. οδηγώ σε μιαν άκρη, απομονώνω κάποιον 2. αποσύρομαι σε μιαν άκρη, παραμερίζω 3. (για πλεούμενο) πλευρίζω μσν. 1. τρώω τις άκρες 2. κόβω την άκρη αρχ. βαδίζω στις μύτες τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρος. ΠΑΡ. αρχ. ἄκρισμα. ΣΥΝΘ …   Dictionary of Greek

  • συνδιακρίσει — σύν , διά ἀκρίζω go on tiptoe aor subj act 3rd sg (epic) σύν , διά ἀκρίζω go on tiptoe fut ind mid 2nd sg σύν , διά ἀκρίζω go on tiptoe fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκρισμα — ἄκρισμα ( ατος), το (Α) [ἀκρίζω] το ευνουχισμένο ζώο …   Dictionary of Greek

  • επακρίζω — ἐπακρίζω (Α) φθάνω στο ακρότατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακρίζω «βαδίζω στις μύτες τών ποδιών»] …   Dictionary of Greek

  • ξακρίζω — 1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου 2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ») 3. βάζω κάτι κατά μέρος… …   Dictionary of Greek

  • υπερακρίζω — Α υπερβαίνω, υπερπηδώ («τειχία ὑπερακρίζειν», Ξεν.) 2. προεξέχω, ξεπερνώ στο ύψος («ἢ τῶνδε δόμων ὑπερακρίζει», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακρίζω (< ἄκρη). Το ρ. απαντά κυρίως σύνθ. και σπανίως ως απλό] …   Dictionary of Greek

  • διακριεῖς — διά ἀκρίζω go on tiptoe fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”