- ἐν-δύναμος
ἐν-δύναμος, stark, kräftig, Sp. ouch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δύναμος, stark, kräftig, Sp. ouch adv.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευδύναμος — εὐδύναμος, ον (Α) αυτός που έχει πολλή δύναμη, ο ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δυναμος (< δύναμις), πρβλ. α δύναμος, ισο δύναμος] … Dictionary of Greek
θεοδύναμος — η, ο (Μ θεοδύναμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει υπερφυσική δύναμη, ο παντοδύναμος μσν. αυτός που αντλεί τη δύναμή του από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. α δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek
ισοδύναμος — η, ο (ΑΜ ἰσοδύναμος, ον) 1. ο ίσος με άλλον κατά τη δύναμη, την ισχύ ή την ενέργεια άσχετα με τις μεταξύ τους διαφορές (α. «τα δύο κόμματα υπολογίζονται ισοδύναμα» β. «ισοδύναμες τροφές» λέγεται για θρεπτικές ουσίες που, σε διαφορετικό βάρος,… … Dictionary of Greek
κεφαλοδύναμος — η, ο 1. αυτός που έχει γερό κεφάλι, κυρίως ισχυρό τράχηλο, σιδεροκέφαλος 2. αυτός που έχει γερή κράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. θεο δυναμος, χειρο δύναμος] … Dictionary of Greek
νηπιοδύναμος — νηπιοδύναμος, ον (Μ) αυτός που έχει δύναμη νηπίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ισο δύναμος, μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
χιλιοδύναμος — ὁ, Α χιλιοδύναμις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek
μεγαλοδύναμος — η, ο (ΑM μεγαλοδύναμος, ον) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, παντοδύναμος, πανίσχυρος νεοελλ. μσν. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Μεγαλοδύναμος ο Θεός. επίρρ... μεγαλοδυνάμως (Α) με μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικροδύναμος — μικροδύναμος, ον (Μ) αυτός που έχει μικρή δύναμη («μικροδύναμος ισχύς», Κ. Μανασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. αυτο δύναμος] … Dictionary of Greek
πανδύναμος — ον, Α παντοδύναμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
παντοδύναμος — η, ο / παντοδύναμος, ον, Α και πανταδύναμος, ον, ΝΜΑ αυτός που μπορεί να πράξει τα πάντα, πανίσχυρος νεοελλ. μσν. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντοδύναμος προσωνυμία τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
πολυδύναμος — η, ο / πολυδύναμος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ δυνατός, πανίσχυρος («ἔστι σταυρὸς πολυδύναμος δύναμις», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. πολύ ικανός νεοελλ. (φαρμ.) χαρακτηρισμός εμβολίου ή ορού που έχει παρασκευαστεί από περισσότερα τού ενός στελέχη τού ίδιου βακτηρίου ή… … Dictionary of Greek