ἐνδότατος

ἐνδότατος

ἐνδότατος, superl., u. ἐνδότερος, compar. zu ἔνδον, innerer, weiter nach innen, nur Sp., wie Hdn. 6, 8, 1. Häufiger im adv., ἐνδοτέρω, ἐνδοτάτω, Sp.; ἐκεῖνον ἐνδοτέρω τῆς χρείας προςηγάγετο, verband ihn sich enger, Plut. Arat. 43; συστέλλειν ἑαυτόν, sich mehr einschränken, Cat. mai. 5; ἐνδοτάτω στάς Luc. Amor. 16. – Vom Buche, weiter unten, D. L. 10, 43; vgl. Lob. zu Phryn. p. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ενδότατος — η, ο (Μ ἐνδότατος, η, ον) αυτός που βρίσκεται όλως διόλου στο εσωτερικό, ο εσώτατος («ἐνδοτάτη Ἀρμενία») νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ενδότατα 1. το εσώτατο μέρος («στα ενδότατα τής ψυχής μου») 2. οι περιοχές μιας χώρας που απέχουν πάρα… …   Dictionary of Greek

  • άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… …   Dictionary of Greek

  • εσώτατος — η, ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, ον) αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση. επίρρ... εσώτατα (Α… …   Dictionary of Greek

  • μυχαίτατος — μυχαίτατος, τάτη, ον (ΑΜ, Α και μυχοίτατος και μύχατος και μυχώτατος Μ και μυχέστατος, η, ον) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυχαίτατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε αίτατος (πρβλ. μεσ αίτατος). Ο… …   Dictionary of Greek

  • μύχατος — μύχατος, άτη, ον (Α) (μτγν. ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά («ἔντοσθεν μυχάτοιο δόμου», Επιγρ. Δελφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός, κατά το ἔσχατος] …   Dictionary of Greek

  • υπόβαση — η / ὑπόβασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑποβαίνω] νεοελλ. η επιφάνεια την οποία καταλαμβάνει και στην οποία στηρίζεται ένα κτήριο ή μια μηχανή μσν. αίσθημα κατωτερότητας («ὁ δαίμων... ὑποβάλλει αὐτῷ καὶ λογισμοὺς μετὰ ὑποβάσεως», Αντίοχ. Μον.) μσν. αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”