ἐνδυμενία, ἡ, s. ἐνδομενία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενδυμενία — ἐνδυμενία, η (Α) βλ. ενδομενία … Dictionary of Greek
ενδομενία — ἐνδομενία και ἐνδομενεία και ἐνδυμενία, η (Α) τα πράγματα τού σπιτιού, το νοικοκυριό («τὴν μὲν ἐνδομενίαν... ἐκ τῶν οικιῶν... διήρπασαν», Πολ.) … Dictionary of Greek