- ἐν-δυασμός
ἐν-δυασμός, ὁ, = ἐνδοιασμός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-δυασμός, ὁ, = ἐνδοιασμός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δυασμός — ο (Μ δυασμός, ο και δύασμα, το) νεοελλ. χωρισμός σε δύο μέρη, διχασμός μσν. συνένωση δύο ατόμων ή πραγμάτων … Dictionary of Greek