- ἐν-αντι-ώνυμος
ἐν-αντι-ώνυμος, mit entgegengesetzten Namen, Nicom. arithm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αντι-ώνυμος, mit entgegengesetzten Namen, Nicom. arithm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδώνυμος — η, ο / ψευδώνυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που φέρει ή χρησιμοποιεί ψεύτικο όνομα ή αυτός που ονομάζεται εσφαλμένα από άλλους με όνομα το οποίο δεν τού ανήκει (α. «ψευδώνυμο νομοσχέδιο» β. «φιλόσοφος ψευδεπίγραφος καὶ ψευδώνυμος», Πλούτ. γ. «ἥξεις δ… … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek