ἐξ-ιδιάζομαι

ἐξ-ιδιάζομαι

ἐξ-ιδιάζομαι, sich zueignen, anmaßen, nach Phryn. schlechter als ἐξιδιόομαι, aber aus Diphil. angeführt B. A. 96; D. Sic. 1, 23; Pol. 3, 24 u. a. Sp., s. Lob. zu Phryn. p. 199.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”