- ἐνιαυτίζομαι
ἐνιαυτίζομαι, ein Jahr leben, zubringen, Plat. com. bei Ath. XIV, 644 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνιαυτίζομαι, ein Jahr leben, zubringen, Plat. com. bei Ath. XIV, 644 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐνιαυτίζομαι — spend a year pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απενιαυτίζω — ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α) 1. εξορίζομαι για ένα έτος 2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός… … Dictionary of Greek